- κορινθιουργής
- κορινθιουργής, -ές (Α)κατασκευασμένος στην Κόρινθο, από Κορινθίους, ή κατασκευασμένος από κορινθιακό χαλκό («ὁμοίως τοῑς χαλκώμασι τοῑς κορινθιουργέσιν», Στράβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κορίνθιος + -εργής (< ἔργον) με συναίρεση, πρβλ. βοιωτ-ουργής, μιλησι-ουργής].
Dictionary of Greek. 2013.